πίνω

πίνω
ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α
1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα
2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.)
3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το ζουμί του» β. «ἐπεὰν δὲ διάκορος ἡ γῆ σφεων γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ», Ηροδ.)
νεοελλ.
1. έχω τη συνήθεια να καταναλώνω μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών, ρέπω προς την οινοποσία, είμαι μέθυσος
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πιωμένος, -η, -ο
ο μεθυσμένος
3. φρ. α) «έπιον το ποτήριον μέχρι τρυγός» — υπέμεινα τα βάσανα μέχρι τέλους
β) «ήπιε πολλά φαρμάκια» — δοκίμασε πολλές πίκρες, πέρασε πολλά βάσανα
γ) «πίνω στην υγειά σας» — πίνω πρώτος κάνοντας ευχές για την υγεία σας
δ) «είναι να τήν πιεις στο ποτήρι»
(για κοπέλα) είναι ελκυστική, δροσερή, όμορφη
4. παροιμ. α) «θες δε θες, πιε, γάιδαρε, άγιασμα» — λέγεται για όσους εξαναγκάζουν κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέληση του
β) «όσο πίν' η συμπεθέρα τόσο καλοκουβεντιάζει» — λέγεται για να δηλώσει ότι το ποτό προκαλεί ευδιαθεσία
αρχ.
1. γιορτάζω, πανηγυρίζω με ευωχία («πίνειν νίκην», Φιλοστρ.)
2. (ο παρακμ.) πέπωκα έχω τελειώσει το κρασί μου ή είμαι μεθυσμένος
3. φρ. «πίνειν κρατῆρας οἴνοιο» — το να πίνει κανείς ολόκληρους κρατήρες κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πίνω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pō- / pi- «πίνω» με δυσερμήνευτη εναλλαγή φωνηεντισμού, που κατ' άλλους ανάγεται σε εναλλαγή *pōi-/ *pῑ- (< *pәi-) ενώ κατ' άλλους ερμηνεύεται βάσει της λαρυγγικής θεωρίας (*peә3- > *pō- και *ρә3-y-t-o > *pī-). Το ρ. συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pibati, ιρλδ. ibim, λατ. bibo (με αφομοιωτική τροπή του αρκτικού p- σε b-) —στα οποία το -b- οφείλεται πιθ. στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα— και το αρχ. σλαβ. piti. Στην Ελληνική το αρχαιότερο θ. τού ρ. πίνω, πῖ- (που λειτουργεί ως μηδενισμένη βαθμίδα, πρβλ. αρχ. ινδ. pī-ta), εμφανίζει ο αόρ. με δύο αθέματες μορφές προστακτικής: πῖ-θι τής αττ. διαλ. (με μόριο *-dhi, πρβλ. ἴθι, ἴσθι) και πῶθι / πῶ τής λεσβ. διαλ. (πρβλ. αρχ. ινδ. a-pām και προστ. pahi) ενώ οι τ. πίει / πίεις που διαβάζονται σε αττικά αγγεία είναι δυσερμήνευτοι. Αθέματη είναι και η μορφή τής υποτακτικής τού αορίστου πίομαι με βραχύ φωνήεν που λειτουργεί ως μέλλοντας (πρβλ. ἔδω: ἔδομαι). Ο συνηρημένος τ. μέλλ. πιοῦμαι είναι μτγν. (πρβλ. χεῶ, ἑλῶ). Από την αθέματη μορφή αορ. σχηματίστηκε ο θεματικός αόρ. -πιον (πρβλ. κλῦθι: ἔκλυον). Δευτερογενώς, εξάλλου, έχει σχηματιστεί από το ίδιο θέμα ο ενεστ. πίνω με πρόσφυμα -ν- (πρβλ. δάκ-ν-ω), ενώ ο αιολ. ενεστ. πώνω εμφανίζει φωνηεντισμό -ω-. Από τον ενεστ. πῑ-νω σχηματίστηκε ο ενεργ. αόρ. -πισα (πρβλ. ἔβησα), απ' όπου ο ενεστ. πιπίσκω* και ο μέλλ. πίσω. Στο θ. πῑ- τής ρίζας, τέλος, ανάγονται ο βοιωτ. τ. ενεστ. πιτεύω (< *πιτός, πρβλ. αρχ. ινδ. pita-) και οι τ.: πιστός (ΙΙ), πίσα, πίστρα, πισμός, πιστήρ (με δυσερμήνευτο -σ-). Το θ. πω- τής ρίζας εμφανίζουν στην Ελληνική τα σύνθ. σε -πωτις (βλ. λ. άμ-πωτις, έκ-πωτις) και η λ. πῶμα, ενώ ο ενεργ. παρακμ. πέ-πω-κα σχηματίστηκε πιθ. κατ' αντιπαράθεση τού παθ. παρακμ. πέπο-ται (πρβλ. δέ-δω-κα: δέ-δο-μαι). Το θ. πο-, τέλος (που λειτουργεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα αναφορικά προς το θ. πω-), εμφανίζουν οι: παθ. παρακμ. πέ-πο-ται και παθ. αόρ. -πό-θην (πιθ. αναλογικοί σχηματισμοί προς τα: δέ-δο-μαι, -δόθην τού δίδωμι) και τα ρηματ. ονόματα: ποτός, ποτή, πόσις, πόμα, ποτήρ, πότης, κατα-πόθρα. Ο φωνηεντισμός πο- πρέπει να θεωρηθεί ελληνική καινοτομία, αφού δεν μαρτυρείται σε άλλη γλώσσα (η Λατινική στα ρηματ. ονόματα εμφανίζει θ. pō-, πρβλ. pōtus, pōculum)].
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναπίνω, αντιπροπίνω, αποπίνω, εκπίνω, καταπίνω, προπίνω
αρχ.
αντιπίνω, διαπίνω, εμπίνω, επεκπίνω, επεμπίνω, επιπίνω, μεταπίνω, παρεμπίνω, προεκπίνω, προκαταπίνω, προσεκπίνω, προσπίνω, συγκαταπίνω, συμπίνω, συνεκπίνω, συνεπεκπίνω, υπερπίνω, υποπίνω
νεοελλ.
καλοκαταπίνω, καλοπίνω, κουτσοκαταπίνω, κουτσοπίνω, κρασοπίνω, κρυφοπίνω, ματαπίνω, μισοκαταπίνω, μπεκροπίνω, ξαναπίνω, ξεροκαταπίνω, ξεροπίνω, παραπίνω, πολυπίνω, σιγοπίνω, συχνοπίνω, τρωγοπίνω, ψευτοπίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πίνω — πίνω, ήπια βλ. πίν. 194 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πίνω — πίνος dirt masc nom/voc/acc dual πίνος dirt masc gen sg (doric aeolic) πί̱νω , πίνω Aër. pres subj act 1st sg πί̱νω , πίνω Aër. pres ind act 1st sg πί̱νω , πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc dual πί̱νω , πῖνον liquor made from barley… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινώ — άω, Α [πίνος] είμαι ρυπαρός, ακάθαρτος …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ήπια, πιώθηκα, πιωμένος, παίρνω υγρό από το στόμα, ρουφώ, μεθώ: Ολημερίς πίνει και δεν ξέρει τι κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίνῳ — πίνος dirt masc dat sg πί̱νῳ , πῖνον liquor made from barley neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιομένων — πίνω Aër. aor part mid fem gen pl πίνω Aër. aor part mid masc/neut gen pl πῑομένων , πίνω Aër. fut part mid fem gen pl πῑομένων , πίνω Aër. fut part mid masc/neut gen pl πῑομένων , πίνω Aër. pres part mid fem gen pl πῑομένων , πίνω Aër. pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιόμενον — πίνω Aër. aor part mid masc acc sg πίνω Aër. aor part mid neut nom/voc/acc sg πῑόμενον , πίνω Aër. fut part mid masc acc sg πῑόμενον , πίνω Aër. fut part mid neut nom/voc/acc sg πῑόμενον , πίνω Aër. pres part mid masc acc sg πῑόμενον , πίνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίεσθε — πίνω Aër. aor imperat mid 2nd pl πί̱εσθε , πίνω Aër. fut ind mid 2nd pl πί̱εσθε , πίνω Aër. pres imperat mid 2nd pl πί̱εσθε , πίνω Aër. pres ind mid 2nd pl πίνω Aër. aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίῃ — πίνω Aër. aor subj mp 2nd sg πίνω Aër. aor subj act 3rd sg πί̱ῃ , πίνω Aër. fut ind mid 2nd sg πί̱ῃ , πίνω Aër. pres subj mid 2nd sg πί̱ῃ , πίνω Aër. pres ind mid 2nd sg πί̱ῃ , πῖος fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῖνον — πίνω Aër. pres part act masc voc sg πίνω Aër. pres part act neut nom/voc/acc sg πίνω Aër. imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πίνω Aër. imperf ind act 1st sg (homeric ionic) πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”